Γοργίᾳ

Γοργίᾳ
Γοργίᾱͅ , Γοργίης
masc dat sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Γοργία — Γοργίᾱ , Γοργίης masc nom/voc/acc dual Γοργίᾱ , Γοργίης masc voc sg (attic) Γοργίᾱ , Γοργίης masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γόργια — Γοργίης masc voc sg Γοργίης masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γοργίας — Γοργίᾱς , Γοργίης masc acc pl Γοργίᾱς , Γοργίης masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γοργίαι — Γοργίᾱͅ , Γοργίης masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γοργίαν — Γοργίᾱν , Γοργίης masc acc sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μένων — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ευγενής από τη Λάρισα της Θεσσαλίας (5ος αι. π.Χ.). Ήταν φίλος του σοφιστή Γοργία, τον οποίο γνώρισε στη Λάρισα και κατόπιν τον ακολούθησε στην Αθήνα, όπου μαθήτευσε κοντά του. Σύμφωνα με μαρτυρίες του Πλούταρχου,… …   Dictionary of Greek

  • Νάουσα — I Πόλη (29.870 κάτ.) του νομού Ημαθίας, έδρα του ομώνυμου δήμου (22 637 κάτ.). Είναι χτισμένη στις ανατολικές υπώρειες του Βερμίου κάτω από την κορυφή Ντούρλια (2027 μ.), σε μέσο υψόμετρο 330 μ., δεσπόζει της μεγάλης πεδιάδας της Ημαθίας,… …   Dictionary of Greek

  • -ικός — (ΑΜ ικός) κατάλ. που προήλθε από τον συνδυασμό τού ΙΕ επιθήματος kο με θέματα σε i . Στην Ελληνική ο συνδυασμός αυτός παραμένει ευδιάκριτος σε επίθ. όπως φυσι κό ς (< φύσι ς), μαντι κό ς (< μάντι ς). Το ΙΕ επίθημα * kο υπήρξε παραγωγικότατο …   Dictionary of Greek

  • Πρωταγόρας — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. (Άβδηρα περ. 481 π.Χ. – περ. ;411). Έλληνας φιλόσοφος. Είναι, μαζί με τον Γοργία, ο διαπρεπέστερος εκπρόσωπος της ελληνικής σοφιστικής. Έζησε σε πολλές περιόδους στην Αθήνα, όπου απέκτησε πολύ στενές σχέσεις με όλες… …   Dictionary of Greek

  • αισθητική — I (Φιλοσ.). Φιλοσοφικός κλάδος που ασχολείται με την τέχνη, επιδιώκοντας να προσδιορίσει την ουσία, τον χαρακτήρα και τις σχέσεις της με τις άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες. Ο ορισμός της φιλοσοφίας της τέχνης ως α. είναι δημιούργημα των νεότερων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”